- ξυλοκοπανίζω
- ξυλοκοπάνισα1. χτυπώ με ξύλινο κόπανο.2. μτφ., ξυλοκοπώ, δέρνω με ξύλινο κόπανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλοκοπανίζω — 1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ … Dictionary of Greek
ξυλοκοπάνισμα — το [ξυλοκοπανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν 2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξυλοκοπώ — ξυλοκόπησα, ξυλοκοπήθηκα, ξυλοκοπημένος, δέρνω κάποιον πολύ, ξυλοκοπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)